- προσεταιριστός
- -ον, Α [προσεταιρίζομαι]1. αυτός που συμμετέχει σε ομάδα ως εταίρος, ως σύντροφος, ο εθελοντής («προσεταιριστοὺς ὁπλίτας», Θουκ.)2. το αρσ. ως ουσ. ὁ προσεταιριστόςο εταίρος, ο σύντροφος («τῶν προσεταιριστῶν καὶ συναγωνιστῶν», Δίων. Κάσσ.).
Dictionary of Greek. 2013.